- συμπαρανηχομαι
- συμπαρανήχομαισυμ-παρανήχομαιплавать рядом Luc.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
συμπαρανήχομαι — Α συμπαρανέω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + παρανήχομαι «κολυμπώ κοντά σε κάποιον»] … Dictionary of Greek
συμπαρανηχόμενοι — συμπαρανήχομαι swim beside together pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπαρανήχεσθαι — συμπαρανήχομαι swim beside together pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)